καταπελτικός

καταπελτικός
καταπελτικός και καταπαλτικός, -ή, -όν (Α) [καταπέλτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά
οι καταπέλτες
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή καταπαλτικόν
το αρχαίο «πυροβολικό», δηλ. οι συστοιχίες καταπελτών που έβαλλαν πυροφόρα βέλη (Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταπαλτικός — καταπαλτικός, ή, όν (Α) βλ. καταπελτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”